- ἀνέθηκα
- ἀνατίθημιlay uponaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνέθηκ' — ἀνέθηκα , ἀνατίθημι lay upon aor ind act 1st sg ἀνέθηκε , ἀνατίθημι lay upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… … Dictionary of Greek